πλήσσομαι

πλήσσομαι
πλήσσω
struck with terror
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοπληγής — θεοπληγής, ές (Α) ο θεόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληγής (< αόρ. ε πλήγ ην τού πλήσσομαι), πρβλ. ημι πληγής, φρενο πληγής] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԽԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0583 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c, 13c, 14c ձ. συμπίπτω incido, ruo, collabor ἑκπλήσσομαι timeo, terror, de statu mentis decido. Պակնուլ. սրտաբեկ լինել. անկանիլ իբր ʼի վախից. (պէսպէս առմամբ.)… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”